μετεωρογραφία

μετεωρογραφία
η
η μελέτη και περιγραφή τών μετεώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον 'Ανθ. Γαζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρογράφος — ο (μετεωρ.) α) αυτός που ασχολείται με τη μετεωρογραφία β) όργανο που καταγράφει αυτόματα τις τιμές δύο ή περισσότερων μετεωρολογικών στοιχείων …   Dictionary of Greek

  • μετεωρογραφικός — ή, ό σχετικός με τη μετεωρογραφία («μετεωρογραφικοί χάρτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεωρογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τιμ. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”